- νουρά
- ηουρά.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από συμπροφορά τού άρθρου με τη λ. στην αιτ. την ουρά (πρβλ. νοικοκύρης < τον οικοκύρη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοψονούρης — ο, θηλ. κοψονούρα (Μ κοψόουρος) αυτός που έχει κομμένη ουρά, κουτσονούρης, κολοβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + ευφωνικό ν + ούρης (< ουρά) ή + νούρης < νουρά που προέκυψε από την αιτ. εν. την ουρά > νουρά (πρβλ. κουτσό ν ούρης)] … Dictionary of Greek
ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek
αλογοουρά — και αλογονουρά και αλογουρά, η 1. ουρά αλόγου 2. ονομασία που δίνεται σε διάφορα αγριόχορτα 3. είδος γυναικείου χτενίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + ουρά. Ο τ. αλογονουρά < άλογο + νουρά] … Dictionary of Greek
κορδώνω — (Μ κορδώνω και κορδώννω) τεντώνω δυνατά, τραβώ κάτι πολύ νεοελλ. 1. (ενεργ. και μέσ.) τεντώνω αγέρωχα το κορμί και υψώνω το κεφάλι, επαίρομαι, καμαρώνω 2. φρ. «τά κόρδωσε» πέθανε 3. παροιμ. «γίδα ψόφια, νουρά κορδωμένη» λέγεται για πτωχαλαζόνες… … Dictionary of Greek
κουτσονούρης — και κουτσουνούρης και κουτσονόρης, α, ικο, θηλ. κουτσονούρα και κουτσονόρα, κουτσονόρισσα 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά, κολοβός, 2. φρ. «κουτσονόρα αλεπού» επιτήδειος και πονηρός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + ούρης (< ουρά), οπότε το ν… … Dictionary of Greek
κωλονούρι — και κωλονόρι, το το κάτω άκρο τής σπονδυλικής στήλης, ο κόκκυγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + νούρι (< νουρά < την ουρά με απόσπαση τού ν ), πρβλ. μελα νούρι] … Dictionary of Greek
Καραγκάντα — (Karaganda). Πόλη (436.900 κάτ. το 1999) της Δημοκρατίας του Καζακστάν και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (Karagandi, 428.000 τ. χλμ., 1.410.200 κάτ.). Βρίσκεται στις παρυφές της μεγάλης ομώνυμης γαιανθρακοφόρας λεκάνης. Ιδρύθηκε το 1928,… … Dictionary of Greek